- κυρηβάσει
- κυρηβάζωbutt with the hornsaor subj act 3rd sg (epic)κυρηβάζωbutt with the hornsfut ind mid 2nd sgκυρηβάζωbutt with the hornsfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρηβάζω — και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι 2. γεν. μάχομαι 3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.) 4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι (μτφ) λοιδορούμαι.… … Dictionary of Greek